- σειριᾷ
- σειρῑᾷ , σειρῖάζωsparklefut ind mid 2nd sg (epic)σειρῑᾷ , σειρῖάζωsparklefut ind act 3rd sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σειριά — και συριά, η, Ν [σειρά] 1. γένος, γενιά 2. παροιμ. φρ. «όλοι οι γύφτοι μια σειριά» δηλώνει ότι όλοι οι φαύλοι είναι όμοιοι … Dictionary of Greek
CANICULA — Stella lucida in ore canis, quae quod Canem diem unum, noctemque antevertat, a Graecis Procyon, a Cicerone etiam Antecanis appellatur. Vide Erigone, et Caesii Caelum Astronomico poeticum, p. 250. Salmasio proprie προκύων, qui et Canis minor… … Hofmann J. Lexicon universale
σειρικό — το, Ν 1. γένος, σειριά 2. ιδιοσυγκρασία ενός ανθρώπου που οφείλεται στην κληρονομικότητα 3. παροιμ. φρ. «το σειρικό δεν κόβεται» η πονηρή φύση τού ανθρώπου δεν αλλάζει εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σειρά + κατάλ. ικό(ς) (πρβλ, αερ ικό)] … Dictionary of Greek
σπειρίον — (I) τὸ, Α [σπεῑρα] μικρή σπείρα, κόσμημα στη βάση ιωνικού κίονα. (II) τὸ, Α μικρό σπεῑρον*, ελαφρό καλοκαιρινό ένδυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < σπεῖρον. Η σημ. τής λ. «καλοκαιρινό ένδυμα» θα επέτρεπε τη διόρθωση τής λ. σε σείρια (< Σείριος)] … Dictionary of Greek
συριά — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… … Dictionary of Greek